κενταύριο(ν)

κενταύριο(ν)
το (ΑΜ κενταύριον Α και κενταύρειον) [κένταυρος]
νεοελλ.
βοτ. άλλη ονομασία τού γένους ερυθραία
μσν.-αρχ.
είδος διακοσμητικών ή φαρμακευτικών φυτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κενταύριο — (Centaurium). Γένος ποωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, τα περισσότερα από τα οποία είναι άγρια· ελάχιστα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 70 είδη …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

  • θερμόχορτο — το βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Centaurium umbellatum τού γένους κενταύριο …   Dictionary of Greek

  • καλαγκάθι — το 1. κοινή ονομασία τής φλεγμονής που σχηματίζεται δίπλα σε νύχι τού χεριού ή τού ποδιού και καταλήγει σε απόστημα και διαπύηση 2. κοινή ονομασία ειδών τών γενών κενταύριο, καρλίνα, κνίκος …   Dictionary of Greek

  • κενταυρίη — κενταυρίη, ἡ (Α) [κένταυρος] το κενταύριο(ν)* …   Dictionary of Greek

  • κενταυρίς — κενταυρίς, ἡ (Α) [κένταυρος] 1. το φυτό μικρό κενταύριο 2. είδος σκουλαρικιού 3. θηλ. τού κένταυρος, η κενταυρίδα …   Dictionary of Greek

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

  • λίμνηστις — λίμνηστις, ήστεως, ἡ (Α) 1. το φυτό κενταύριο το μέγα 2. η λιμνησία,* η αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστής < *λιμνηδτής < λίμνη + ηδ τής (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. κριμν ήστις] …   Dictionary of Greek

  • λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… …   Dictionary of Greek

  • λιμνήσιος — α, ο (Α λιμνήσιος, ία, ον) [λίμνη] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λίμνη ή προέρχεται από λίμνη («λιμνήσια ψάρια») αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμνήσιος ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”